σπαθηφόρος

σπαθηφόρος
σπαθηφόρος
a
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπαθηφόρος — ὁ, Α (στην Αλεξάνδρεια) αξιωματικός τής αστυνομίας που έφερε σπαθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • σπαθηφόρον — σπαθηφόρος a masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαθηφόρων — σπαθηφόρος a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”